χελιδόνα

χελιδόνα
η, Ν
θηλυκό χελιδόνι με νεοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. περιστέρι: περιστέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χελιδόνα — χελῑδόνα , χελιδών swallow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρό Χωριό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ., 14 κάτ.) του Αγαθονησιού. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγαθονησίου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 76 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • TIMARATE — Promenia et Nicandra, tres anus, per quas Oraculum Dodonaeum responsa dabat. Unde de columbis Dodonaeis commentum ortum, cum vox πελειὰς, quae columbam notat, Thessalicâ dialectô etiam anum significet. Alii tamen, ob inconditum sermonem, Barbarae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • βρυσούλα — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 85 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Βάλτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. Παλαιότερα (έως το 1991) ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • πτερομυλαίος — ο, Ν ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδροϊχθύων τής οικογένειας myliobatidae που απαντά στις ελληνικές θάλασσες, κν. γνωστό ως αετός ή χελιδόνα …   Dictionary of Greek

  • τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… …   Dictionary of Greek

  • φιλομήδιον — και φιλομήδειον, τὸ, ΜΑ είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φιλομήδιον / φιλομήδειον θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε φιλομήλιον και να συνδεθεί με το μυθ. πρόσ. Φιλομήλα, η οποία λέγεται ότι μεταμορφώθηκε σε χελιδόνα] …   Dictionary of Greek

  • φιλομήλα — και ποιητ. ιων. τ. φιλομήλη, ἡ, Α 1. όνομα μυθικής γυναίκας που μεταμορφώθηκε σε χελιδόνα 2. είδος θαλάσσιου ψαριού, ο κόκκυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μηλα, θηλ. ενός * μηλος < μελος με έκταση τού ε (< μέλος «τραγούδι»)] …   Dictionary of Greek

  • φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”